Αφορμή για τον προβληματισμό ήταν η νομολογία των δικαστηρίων σε διαφορές ασφαλιστικών μέτρων κατόπιν τερματισμού διαρκών εμπορικών ενοχών (εμπορικής αντιπροσωπείας, franchising, διανομής). Αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι ότι την πρωτοβουλία λύσης ή μη ανανέωσης της σύμβασης έχει ο προμηθευτής, οπότε ο διανομέας είναι αυτός που επιδιώκει την προστασία του με ασφαλιστικά μέτρα. Μια μερίδα της σχετικής νομολογίας τάσσεται υπέρ της προσωρινής συνέχισης της σύμβασης διανομής, της οποίας ο τερματισμός πιθανολογήθηκε καταχρηστικός. Σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών, η συνέχιση της σύμβασης δεν αντιβαίνει στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 §4 ΚΠολΔ, διότι είναι προσωρινή και δεν απολήγει σε οριστική επίλυση της διαφοράς. Παράλληλα, όμως, διατυπώθηκε και μια διαμετρικώς αντίθετη νομολογιακή θέση σύμφωνα με την οποία η προσωρινή συνέχιση της σύμβασης διανομής δημιουργεί αμετάκλητη κατάσταση και, συνεπώς, αντίκειται στον κανόνα του άρθρου 692 §4 ΚΠολΔ. Λόγω των πιο πάνω διαμετρικώς αντίθετων νομολογιακών θέσεων που αναπτύχθηκαν, ανέκυψαν δογματικά και πρακτικά ζητήματα σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο και την δραστικότητα των ασφαλιστικών μέτρων στις εν λόγω διαφορές. Στην μελέτη γίνεται προσπάθεια σκιαγράφησης του ακριβούς περιεχομένου των συγκεκριμένων ασφαλιστικών μέτρων.